Подвижник στα ελληνικά
Μετάφραση: подвижник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκητής, ερημίτης, ασκητικός, οπαδός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
Μεταφράσεις
- авторитарный στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- бочок στα ελληνικά - πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα
- возлияние στα ελληνικά - σπονδή, σπονδές, σπονδής, τις σπονδές, για σπονδές
- дорого στα ελληνικά - ακριβά, ακριβός, αγαπητός, πολύ ακριβά, στοργικά
Τυχαίες λέξεις
Подвижник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, ασκητικός, οπαδός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, ασκητικός, οπαδός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό