Подвинчивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подвинчивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίδα, βιδώνω, μαντάρα, βίδα μέχρι, κάνεις θάλασσα, βίδα επάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- англичанин στα ελληνικά - Άγγλος, Άγγλο, Άγγλου, Εγγλέζος, Αγγλος
- бессердечность στα ελληνικά - αναισθησία, αναλγησία, αναισθησίας, την αναλγησία, πώρωση
- ветхость στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, ...
- грешница στα ελληνικά - αμαρτωλός, Sinner, αμαρτωλό, αμαρτωλού, των Sinner
Τυχαίες λέξεις
Подвинчивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, μαντάρα, βίδα μέχρι, κάνεις θάλασσα, βίδα επάνω
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, μαντάρα, βίδα μέχρι, κάνεις θάλασσα, βίδα επάνω