Подкармливать στα ελληνικά
Μετάφραση: подкармливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέφω, καλλιεργώ, βαριέμαι, ζωοτροφές μέχρι, μία ζωοτροφή έως, ζωοτροφή έως, να τραφούν μέχρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азербайджан στα ελληνικά - Αζερμπαϊτζάν, το Αζερμπαϊτζάν, του Αζερμπαϊτζάν
- акварелист στα ελληνικά - watercolorist
- выслуживаться στα ελληνικά - αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
- галдеть στα ελληνικά - ρακέτα, σαματάς, πάταγος, κραυγή, βοή, οχλοβοή, κατακραυγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Подкармливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέφω, καλλιεργώ, βαριέμαι, ζωοτροφές μέχρι, μία ζωοτροφή έως, ζωοτροφή έως, να τραφούν μέχρι
Μεταφράσεις: τρέφω, καλλιεργώ, βαριέμαι, ζωοτροφές μέχρι, μία ζωοτροφή έως, ζωοτροφή έως, να τραφούν μέχρι