Подковывать στα ελληνικά

Μετάφραση: подковывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, πεταλώνω, παπούτσι, τρένο, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
Подковывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вальцевать στα ελληνικά - κυλώ, ψωμάκι, κύλινδρος, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ...
  • демилитаризация στα ελληνικά - αποστρατιωτικοποίηση, αποστρατικοποίηση, αποστρατικοποίησης, αποστρατιωτικοποίησης, την αποστρατιωτικοποίηση
  • донкихотский στα ελληνικά - δονκιχωτικός, δονκιχωτικής, δονκιχοτική, δονκιχωτική, δονκιχωτικό
  • еврейство στα ελληνικά - ιουδαϊσμός, Εβραίοι, Εβραϊσμού, Εβραϊσμός, Jewry
Τυχαίες λέξεις
Подковывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, πεταλώνω, παπούτσι, τρένο, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος