Подлечивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подлечивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, podlechivat
Μεταφράσεις
- выдохшийся στα ελληνικά - διαμέρισμα, μπαγιάτικος, επίπεδος, εξαντλημένος, εξαντληθεί, εξαντλήσει, εξαντληθούν, ...
- вымогательство στα ελληνικά - εκβιάζω, ρακέτα, εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
- дивертисмент στα ελληνικά - ψυχαγωγία, διασκέδαση, επιλογές διασκέδασης
- жаропрочный στα ελληνικά - ανθεκτικά στη θερμότητα, ανθεκτικό στη θερμότητα, πυρίμαχο, θερμοανθεκτικά, ανθεκτική στη θερμότητα
Τυχαίες λέξεις
Подлечивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, podlechivat
Μεταφράσεις: παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, podlechivat