Λέξη: ανακύκλωση

Σχετικές λέξεις: ανακύκλωση

ανακύκλωση συσκευών θεσσαλονίκη, ανακύκλωση μπαταριών, ανακύκλωση πλαστικού, ανακύκλωση συσκευών, ανακύκλωση χαρτιού, ανακύκλωση γυαλιού, ανακύκλωση χαρτιού αθήνα, ανακύκλωση αυτοκινήτων, ανακύκλωση cd, ανακύκλωση κινητών, ανακύκλωση ηλεκτρικών συσκευών, ανακυκλωση, ανταποδοτική ανακύκλωση

Μεταφράσεις: ανακύκλωση

ανακύκλωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recycling, recycling of, recycle, recycled

ανακύκλωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reciclaje, reciclado, de reciclaje, el reciclaje, reciclaje de

ανακύκλωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wiedergewinnung, wiederverwertung, regenerierung, abfallverwertung, recycling, Recycling, Wiederverwertung

ανακύκλωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconquête, recyclage, le recyclage, de recyclage, du recyclage, recyclage des

ανακύκλωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riciclaggio, riciclo, il riciclaggio, di riciclaggio, il riciclo

ανακύκλωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reciclagem, de reciclagem, reciclagem de, a reciclagem, recicl

ανακύκλωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
recycling, recyclage, recyclen, recycleren, hergebruik

ανακύκλωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переработка, утилизацию, на утилизацию, рециркуляции, утилизация

ανακύκλωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjenbruk, resirkulering, gjenvinning, resirkulerings, gjenvinnings, gjenvinning av

ανακύκλωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återvinning, återvinnings, materialåtervinning, återanvändning, återvinningen

ανακύκλωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kierrätys, kierrätystä, kierrätyksen, kierrätykseen, kierrätys-

ανακύκλωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genbrug, genanvendelse, genvinding, genanvendelsen, genanvendelse af

ανακύκλωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
recyklace, recyklaci, recyklační, recyklací, recyklovač

ανακύκλωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
recykling, recyklingu, recycling, do recyklingu

ανακύκλωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újrafeldolgozás, újrahasznosítás, újrahasznosítási, újrahasznosítása, újrahasznosító

ανακύκλωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geri dönüşüm, geri dönüştürülmesi, dönüştürme, geri dönüşümü, geri dönüştürme

ανακύκλωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переробка, тютюнових, перероблення

ανακύκλωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
riciklimin, riciklimi, riciklimit, riciklimin e, e riciklimit

ανακύκλωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рециклиране, рециклирането, рециклиране на, за рециклиране, рециклирането на

ανακύκλωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапрацоўка

ανακύκλωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbertöötlemine, ringlussevõtu, ringlussevõtt, ringlussevõttu, recycling

ανακύκλωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oporaba, recikliranje, reciklaža, recikliranja, za recikliranje, reciklažu

ανακύκλωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurvinnslu, Recycling, endurvinnsla, Förgun, endurnýting

ανακύκλωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perdirbimas, perdirbimo, antrinio panaudojimo, perdirbimą, perdirbti

ανακύκλωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārstrāde, pārstrādes, pārstrādi, otrreizējā pārstrāde, otrreizējās pārstrādes

ανακύκλωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рециклирање, за рециклирање, рециклирање на, рециклирањето, рециклажа

ανακύκλωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reciclare, reciclarea, de reciclare, reciclării, reciclare a

ανακύκλωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
recikliranje, recycling, recikliranja, reciklaža, recikliranju

ανακύκλωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
recyklácia, recyklácie, recykláciu, recyklovania, recyklovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: ανακύκλωση

Τυχαίες λέξεις