Подневольный στα ελληνικά

Μετάφραση: подневольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Подневольный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • величавый στα ελληνικά - αβρός, σπουδαίος, ψηλός, εύθυμος, λαμπρός, κεφάτος, μεγάλος, ...
  • вредить στα ελληνικά - πληγώνω, βλάβη, επεμβαίνω, βλάπτω, πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, ...
  • десна στα ελληνικά - μαστίχα, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, τσίχλας
  • драгун στα ελληνικά - ιππέας, δραγόνος, Dragoon
Τυχαίες λέξεις
Подневольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη