Подновить στα ελληνικά
Μετάφραση: подновить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, ανακαινίσουν, ανακαίνιση, ανακαινίσει, την ανακαίνιση, να ανακαινίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ацетон στα ελληνικά - ακετόνη, ακετόνης, η ακετόνη
- выскочка στα ελληνικά - μανιτάρι, νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
- диатез στα ελληνικά - προδιάθεσης, προδιάθεση, diathesis, της προδιάθεσης
- жиро στα ελληνικά - οπισθογράφηση, επιδοκιμασία, giro, επιταγών, τρεχούμενων, τρεχούμενου, ταχυδρομικών επιταγών
Τυχαίες λέξεις
Подновить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, ανακαινίσουν, ανακαίνιση, ανακαινίσει, την ανακαίνιση, να ανακαινίσουν
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, ανακαινίσουν, ανακαίνιση, ανακαινίσει, την ανακαίνιση, να ανακαινίσουν