Подразумевать στα ελληνικά
Μετάφραση: подразумевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безропотный στα ελληνικά - πειθήνιος, ταπεινός, άτολμος, αγόγγυστος, καρτερικής, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα κρέας
- вассальный στα ελληνικά - υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
- взыскательный στα ελληνικά - αυστηρός, απαιτητικός, απαιτητικές, απαιτητικό, αυστηρές, απαιτητικά
- выпалывать στα ελληνικά - ζιζάνιο, αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζανίου
Τυχαίες λέξεις
Подразумевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί
Μεταφράσεις: συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί