Подсоблять στα ελληνικά
Μετάφραση: подсоблять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθεια, podsoblyaet
Μεταφράσεις
- астрономический στα ελληνικά - επουράνιος, αστρονομικός, αστρονομικό, αστρονομικές, αστρονομική, αστρονομικού, αστρονομικά
- ахнуть στα ελληνικά - αγκομαχώ, ασθμαίνω, λαχανιάζω, άσθμα, gasp, λαχανιάζουν, ξεφύσημα
- грызня στα ελληνικά - μάχη, καταπολεμώ, μάχομαι, διαπληκτισμοί, διαπληκτισμούς, μικροκαυγά, διαπληκτισμών, ...
- динамитчик στα ελληνικά - δυναμιτιστής
Τυχαίες λέξεις
Подсоблять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθεια, podsoblyaet
Μεταφράσεις: βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθεια, podsoblyaet