Подстеречь στα ελληνικά
Μετάφραση: подстеречь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ψεύδομαι, ενεδρεύω, επηρεάσει τους, να επηρεάσει τους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцентирует στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
- бедствующий στα ελληνικά - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
- вдавливать στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βαθούλωμα, Dent, ...
- герцогский στα ελληνικά - δουκικός, δουκική, δουκικού, δουκικά, δουκικό
Τυχαίες λέξεις
Подстеречь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, ενεδρεύω, επηρεάσει τους, να επηρεάσει τους
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, ενεδρεύω, επηρεάσει τους, να επηρεάσει τους