Подсушиться στα ελληνικά
Μετάφραση: подсушиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
- артритический στα ελληνικά - αρθριτικός, αρθριτικές, αρθριτικών, αρθριτικούς, αρθριτικά
- вокабула στα ελληνικά - vocable
- дорастать στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνει, αναπτύσσεται, αυξάνεται, φυτρώνει, αυξάνει
Τυχαίες λέξεις
Подсушиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή