Подсчитать στα ελληνικά

Μετάφραση: подсчитать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμης, υπολογίζω, μετρώ, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Подсчитать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспринципный στα ελληνικά - γλιστερός, ολισθηρός, αδίστακτος, χωρίς αρχές, ασυνείδητη, ασυνείδητοι, ανήθικων
  • военный στα ελληνικά - πολεμικός, στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
  • врываться στα ελληνικά - ορμή, παραβαίνω, διάλειμμα, σπάζω, τρέχω, βιασύνη, αθετώ, ...
  • деликатес στα ελληνικά - λιχουδιά, λεπτότητα, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Подсчитать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμης, υπολογίζω, μετρώ, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει