Подтаскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подтаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, σύρετε προς τα επάνω, σύρετε προς τα πάνω, σύρετε επάνω, σύρτε επάνω, μεταφορά προς τα πάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззастенчивость στα ελληνικά - ξεδιαντροπιά, αναισχυντία, αναίδεια, αναισχυντίας, θρασύτητας
- бесперспективность στα ελληνικά - ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
- вырубить στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, αποκόψει
- жаждет στα ελληνικά - επιμήκη προϊόντα, λαχταρά, επιμήκη, λονγκ, longs
Τυχαίες λέξεις
Подтаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, σύρετε προς τα επάνω, σύρετε προς τα πάνω, σύρετε επάνω, σύρτε επάνω, μεταφορά προς τα πάνω
Μεταφράσεις: σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, σύρετε προς τα επάνω, σύρετε προς τα πάνω, σύρετε επάνω, σύρτε επάνω, μεταφορά προς τα πάνω