Подтвердить στα ελληνικά
Μετάφραση: подтвердить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναγνωρίζω, διαβεβαιώνω, οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- букварь στα ελληνικά - αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
- вбежать στα ελληνικά - τρέχω, βιασύνη, ορμή, τρέξει σε, τρέχει σε, αντιμετωπίσετε, συναντήσει, ...
- версификатор στα ελληνικά - στιχουργός
- возгореться στα ελληνικά - καταλαμβάνω, αρπάζω φωτιά, πιάσουν φωτιά, πιάσει φωτιά, να πιάσει φωτιά, να αναφλεγούν
Τυχαίες λέξεις
Подтвердить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναγνωρίζω, διαβεβαιώνω, οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Μεταφράσεις: αναγνωρίζω, διαβεβαιώνω, οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε