Подтверждать στα ελληνικά

Μετάφραση: подтверждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρτυρώ, αποδεικνύω, επιδοκιμάζω, υποστηρίζω, ενδυναμώνω, εγγυώμαι, ασφαλίζω, οπισθογραφώ, πήζω, πυκνώνω, υποφέρω, δικαιώνω, δένω, βεβαιώνω, τεκμηριώνω, επαληθεύω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Подтверждать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ариозо στα ελληνικά - arioso
  • безбрежный στα ελληνικά - απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
  • бирманка στα ελληνικά - Βιρμανίας, της Βιρμανίας, βιρμανικές, βιρμανικό, βιρμανική
  • воспламенять στα ελληνικά - διεγείρω, εξάπτω, φυτίλι, φιτίλι, ερεθίζω, ανάβω, αναφλέγονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Подтверждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, αποδεικνύω, επιδοκιμάζω, υποστηρίζω, ενδυναμώνω, εγγυώμαι, ασφαλίζω, οπισθογραφώ, πήζω, πυκνώνω, υποφέρω, δικαιώνω, δένω, βεβαιώνω, τεκμηριώνω, επαληθεύω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε