Подцеплять στα ελληνικά
Μετάφραση: подцеплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, αρπάζω, podtseplyat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вегетарианство στα ελληνικά - φυτοφαγία, χορτοφαγία, τη χορτοφαγία, χορτοφαγίας, η χορτοφαγία
- вокруг στα ελληνικά - για, περί, περίπου, γύρω, γύρω από, όλο, σε όλο
- демон στα ελληνικά - δαίμονας, δαίμονα, daemon, δαίμονας του, δαίμονα του
- динамический στα ελληνικά - δυναμικός, δυναμική, δυναμικό, δυναμικής, δυναμικές
Τυχαίες λέξεις
Подцеплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, αρπάζω, podtseplyat
Μεταφράσεις: πιάνω, αρπάζω, podtseplyat