Подшипник στα ελληνικά
Μετάφραση: подшипник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαξιλάρι, έδρανο, σχέση, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Μεταφράσεις
- аденоидный στα ελληνικά - αδενοειδής, αδενοειδές, adenoid, αδενοειδή, αδενοειδών εκβλαστήσεων
- вдвигать στα ελληνικά - αποκλείω, μετακομίζω, σπρώξιμο, εξαλείφω, παρακωλύω, σπρώχνω, τσουλήθρα, ...
- венесуэла στα ελληνικά - Βενεζουέλα, venezuela, Βενεζουέλας, τη Βενεζουέλα, της Βενεζουέλας
- ерепениться στα ελληνικά - κλοτσώ, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχα, τρίχας
Τυχαίες λέξεις
Подшипник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαξιλάρι, έδρανο, σχέση, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Μεταφράσεις: μαξιλάρι, έδρανο, σχέση, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει