Подъемник στα ελληνικά

Μετάφραση: подъемник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, σηκώνω, ασανσέρ, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης
Подъемник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бедренный στα ελληνικά - μηριαίου, μηριαία, μηριαίας, μηριαίου οστού, μηριαίο
  • бретельки στα ελληνικά - ιμάντες ώμου, ιμάντες των ώμων, ιμάντων ώμου, τιραντών, ιμάντες ώμων
  • дворецкий στα ελληνικά - μπάτλερ, Butler, οικονόμος, η Butler
  • жучка στα ελληνικά - έντομο, μικρόβιο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων
Τυχαίες λέξεις
Подъемник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, σηκώνω, ασανσέρ, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης