Позволение στα ελληνικά

Μετάφραση: позволение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, επίδομα, συγκατανεύω, επιχορηγώ, φεύγω, άδεια, παρατάω, κύρωση, χορηγώ, επικυρώνω, επιχορήγηση, επιτρέπω, παραιτούμαι, υποτροφία, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
Позволение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ассоциация στα ελληνικά - σχέση, Σύνδεσμος, Σύλλογος, Ένωση, Συλλόγου, Συνδέσμου
  • атлетика στα ελληνικά - αθλητικά, αθλητισμός, αθλητισμό, Στίβου, στίβος, στίβο
  • водоотвод στα ελληνικά - ξεχειλίζω, στραγγίζω, οχετός, υπερχείλιση, εκβολή, εκβολής, υπονόμων εκροής, ...
  • дезориентирует στα ελληνικά - αποπροσανατολίζει, αποπροσανατολίζει τους, αποπροσανατολίζει έτσι, το αποπροσανατολίζει, αποπροσανατολίζει έτσι τους
Τυχαίες λέξεις
Позволение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, επίδομα, συγκατανεύω, επιχορηγώ, φεύγω, άδεια, παρατάω, κύρωση, χορηγώ, επικυρώνω, επιχορήγηση, επιτρέπω, παραιτούμαι, υποτροφία, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά