Позевывать στα ελληνικά
Μετάφραση: позевывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χασμουρητό, χασμουριέμαι, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннексировать στα ελληνικά - παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
- бретелька στα ελληνικά - ιμάντας, γυμνώνω, εκδύω, λουρί, ιμάντα, λουράκι, ταινία
- воробей στα ελληνικά - σπουργίτι, σπουργίτης, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού
- довольный στα ελληνικά - βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Позевывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χασμουρητό, χασμουριέμαι, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος
Μεταφράσεις: χασμουρητό, χασμουριέμαι, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος