Показной στα ελληνικά
Μετάφραση: показной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφανής, δήθεν, επιτηδευμένος, επιδεικτικός, περίοπτος, εγωκεντρικός, περίβλεπτος, λουσάτος, φαινομενικός, φιγουρατζής, καμώματα, ματαιόδοξος, μάταιος, ξιπασμένος, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всегдашний στα ελληνικά - αδιάκοπος, συνεχής, ομαλός, τακτικός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, ...
- генерал-лейтенант στα ελληνικά - αντιπτεράρχος, αντιστρατηγός, Πτέραρχος, Πτέραρχο
- главарь στα ελληνικά - φύλαρχος, ηγέτης, ηγεμόνας, αρχηγός, ηγήτορας, πρωτεργάτη, επικεφαλής, ...
- дискутировать στα ελληνικά - διαφωνία, διεκδικώ, συζητώ, συζήτηση, διένεξη, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Показной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφανής, δήθεν, επιτηδευμένος, επιδεικτικός, περίοπτος, εγωκεντρικός, περίβλεπτος, λουσάτος, φαινομενικός, φιγουρατζής, καμώματα, ματαιόδοξος, μάταιος, ξιπασμένος, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό
Μεταφράσεις: καταφανής, δήθεν, επιτηδευμένος, επιδεικτικός, περίοπτος, εγωκεντρικός, περίβλεπτος, λουσάτος, φαινομενικός, φιγουρατζής, καμώματα, ματαιόδοξος, μάταιος, ξιπασμένος, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό