Поколотить στα ελληνικά

Μετάφραση: поколотить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, νικώ, παραδίνω, χτυπώ, δέρνω, δυνατό χτύπημα, κατραπακιά, wallop
Поколотить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биение στα ελληνικά - δέρνω, εγκεφαλικό, καρδιοχτύπι, παλλόμενος, χτυπώ, χτύπημα, νικώ, ...
  • вплывать στα ελληνικά - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, κολύμπησε, κολύμπησαν, κολυμπούσε, κολυμπούσαν, ...
  • деловитый στα ελληνικά - μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
  • едкий στα ελληνικά - καυστικός, τάρτα, δηκτικός, πόρνη, δριμύς, σέρτικος, στυφός, ...
Τυχαίες λέξεις
Поколотить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, νικώ, παραδίνω, χτυπώ, δέρνω, δυνατό χτύπημα, κατραπακιά, wallop