Покормиться στα ελληνικά

Μετάφραση: покормиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρώω, σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, τροφή, Feed, ζωοτροφών, ζωοτροφές, Τροφοδοσία
Покормиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арлекин στα ελληνικά - αρλεκίνος, Harlequin, του Αρλεκίνου, Αρλεκίνου, αρλεκίνο
  • гарем στα ελληνικά - χαρέμι, χαρεμιού, harem, το χαρέμι, του χαρεμιού
  • десятилетие στα ελληνικά - δεκαετία, δεκαετίας
  • докатывать στα ελληνικά - ψωμάκι, κυλώ, κύλινδρος, dokatyvayutsya
Τυχαίες λέξεις
Покормиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρώω, σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, τροφή, Feed, ζωοτροφών, ζωοτροφές, Τροφοδοσία