Пол στα ελληνικά
Μετάφραση: пол, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεδίο, πάτωμα, πεζόδρομος, γένος, σεξ, χωράφι, πεζοδρόμιο, φύλο, γεφυρώνω, γέφυρα, τομέας, έρωτας, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесславный στα ελληνικά - διαβόητος, επαίσχυντος, επονείδιστος, άτιμος, άδοξος, άδοξο, άδοξη, ...
- бугристый στα ελληνικά - μονός, σιδηματώδης, κονδυλόρριζων, κονδυλώδη, κονδυλώδεις, κονδυλωδών
- ворчун στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- драматический στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
Τυχαίες λέξεις
Пол στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεδίο, πάτωμα, πεζόδρομος, γένος, σεξ, χωράφι, πεζοδρόμιο, φύλο, γεφυρώνω, γέφυρα, τομέας, έρωτας, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
Μεταφράσεις: πεδίο, πάτωμα, πεζόδρομος, γένος, σεξ, χωράφι, πεζοδρόμιο, φύλο, γεφυρώνω, γέφυρα, τομέας, έρωτας, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου