Полечить στα ελληνικά
Μετάφραση: полечить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερνώ, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις
- бант στα ελληνικά - φιόγκος, τόξο, κόμπος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
- бескрыл στα ελληνικά - ακτινίδια, ακτινίδιο, kiwi, ακτινιδίων, ακτινίδιων
- вечером στα ελληνικά - το βράδυ, το απόγευμα
- высеченный στα ελληνικά - λαξευμένα, πελεκητή, λαξευμένους, λαξευτές, πελεκητές
Τυχαίες λέξεις
Полечить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερνώ, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις: κερνώ, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν