Полномочие στα ελληνικά

Μετάφραση: полномочие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελία, παραγγέλλω, ένταλμα, δύναμη, αυθεντία, εξουσιοδότηση, κύρος, παραγγελιοδόχος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Полномочие στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анатом στα ελληνικά - ανατόμος, ανάτομος, anatomist, ανατομιστή, ανατόμου
  • выжигание στα ελληνικά - καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
  • вымогательница στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
  • женщина-скульптор στα ελληνικά - γλύπτρια, γλύπτριας, της γλύπτριας
Τυχαίες λέξεις
Полномочие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελία, παραγγέλλω, ένταλμα, δύναμη, αυθεντία, εξουσιοδότηση, κύρος, παραγγελιοδόχος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που