Λέξη: χρήστης
Σχετικές λέξεις: χρήστης
χρήστης ορισμός, χρήστης diu, χρήστης του facebook, χρήστης ναρκωτικών, χρήστης συνώνυμα, χρήστης συνώνυμο, χρήστης γερακι, χρήστης κοκαΐνης, χρήστης και κύριος ακινήτου, χρήστης χρησάμενος
Μεταφράσεις: χρήστης
χρήστης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
user, users, a user, user is, user of
χρήστης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
usuario, de usuario, del usuario, usuarios, user
χρήστης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nutzerin, benutzer, anwender, nutzer, Benutzer, Anwender, Benutzers, Nutzer
χρήστης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utilisateur, usager, usagère, preneur, mode, l'utilisateur, utilisateurs
χρήστης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fruitore, utente, dell'utente, user, utenti, uso
χρήστης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, inútil, usuário, do usuário, utilizador, de usuário, usuários
χρήστης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbruiker, gebruiker, user, gebruiksaanwijzing, gebruikers, de gebruiker
χρήστης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потребитель, пользование, пользователь, пользователя, пользователю, пользователем, пользователей
χρήστης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bruker, brukeren, bruks, User
χρήστης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
användaren, användar, instruktions, med användare, användarens
χρήστης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttäjä, käyttäjän, käyttäjältä, käyttäjäsopimuksen, käyttöohjeet
χρήστης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bruger, brugeren, brugerguide, brugerens, brugeranmeldelser
χρήστης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uživatel, odběratel, spotřebitel, Návod k, uživatelský, uživatelskou, uživatelské
χρήστης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
użytkownik, odbiorca, użytkownika, łatwy, użytkownika dla, Filmaster
χρήστης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
használó, felhasználói, felhasználó, használati, felhasználótól
χρήστης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kullanıcı, kullanım, kullanıcının, el, kullnım
χρήστης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користувач, користування, споживач, пользователей, пользователь, користувачів
χρήστης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përdorues, shfrytëzues, përdoruesit, ruaj të, përdoruesi
χρήστης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потребител, за употреба, потребителя, потребителското, ръководство за
χρήστης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карыстальнік, флейма, карыстач, паведамленняў, паведамленняў на
χρήστης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasutaja, alla, kasutajasõbralikkust, kasutusjuhend, kasutajasõbralik
χρήστης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korisnik, korisnika, korisničko, pretplatnik, korisniku, korisničkom, korisnički
χρήστης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
notandi, notandinn, notanda, notendur, notandanum
χρήστης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartotojas, vartotojo, naudoti, naudotojas, vartotojui
χρήστης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietotājs, lietošanas, lietotājam, lietotāja, lietotāju
χρήστης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корисникот, корисник, корисниците, кориснички, корисничко
χρήστης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
utilizator, utilizare, de utilizare, folosire, de folosire
χρήστης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uporabnik, uporabniku, uporabnika, uporabnikov, uporabniški
χρήστης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
užívateľ, používateľ, uživateľ, uživateľa, člen