Полный στα ελληνικά
Μετάφραση: полный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, συνολικός, παχύσαρκος, μεστός, ολόκληρος, τρομερός, γυμνός, περατώνω, έσχατος, λεπτομερής, τέλειος, κατάφορτος, εύσαρκος, απόλυτος, γεμάτος, εκστομίζω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- встрепанный στα ελληνικά - αναμαλλιασμένος, ατημέλητα, disheveled, ατημέλητο, ατημέλητες
- высеченный στα ελληνικά - λαξευμένα, πελεκητή, λαξευμένους, λαξευτές, πελεκητές
- гекзаметр στα ελληνικά - εξάμετρο, εξαμέτρου, δακτυλικό εξάμετρο, εξαμερή
- дородный στα ελληνικά - χόνδρος, πλήρης, γεροδεμένος, εύσωμος, χοντρός, γεμάτος, μεστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Полный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, συνολικός, παχύσαρκος, μεστός, ολόκληρος, τρομερός, γυμνός, περατώνω, έσχατος, λεπτομερής, τέλειος, κατάφορτος, εύσαρκος, απόλυτος, γεμάτος, εκστομίζω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Μεταφράσεις: καθαρός, συνολικός, παχύσαρκος, μεστός, ολόκληρος, τρομερός, γυμνός, περατώνω, έσχατος, λεπτομερής, τέλειος, κατάφορτος, εύσαρκος, απόλυτος, γεμάτος, εκστομίζω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες