Полосовать στα ελληνικά

Μετάφραση: полосовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαστιγώνω, πετσοκόβω, εγκοπή, slash, κάθετο, κάθετος, μειώσει, περικοπούν
Полосовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архангел στα ελληνικά - αρχάγγελος, Αρχαγγέλου, αρχάγγελο, αρχάγγελου
  • билетерша στα ελληνικά - ταξιθέτρια
  • бормотать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
  • брехня στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
Τυχαίες λέξεις
Полосовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαστιγώνω, πετσοκόβω, εγκοπή, slash, κάθετο, κάθετος, μειώσει, περικοπούν