Полупромышленный στα ελληνικά

Μετάφραση: полупромышленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιλότος, πιλοτάρω, Ένα πιλοτικό, Ο χειριστής, πιλοτικό, Μια πιλοτική
Полупромышленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альвеолярный στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
  • батог στα ελληνικά - κοντάρι, ραβδί, βέργα, Batog
  • вставленный στα ελληνικά - παρεμβάλλεται, εισαχθεί, εισάγεται, παρεμβάλλονται, εισάγονται
  • децентрализовать στα ελληνικά - αποκεντρώσει, αποκέντρωση, την αποκέντρωση, αποκέντρωση της, αποκέντρωση των
Τυχαίες λέξεις
Полупромышленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιλότος, πιλοτάρω, Ένα πιλοτικό, Ο χειριστής, πιλοτικό, Μια πιλοτική