Поместье στα ελληνικά
Μετάφραση: поместье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, αρμοδιότητα, περιοχή, κυριαρχία, ακίνητο, κτήση, σπίτι, μέγαρο, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богословский στα ελληνικά - θεολογικός, θεολογική, θεολογικές, θεολογικό, θεολογικά
- бригадный στα ελληνικά - ταξιαρχία, ταξιαρχίας, ταξιαρχία του, ταξιαρχία που, η ταξιαρχία
- вкрапление στα ελληνικά - συμπερίληψη, ένταξη, ένταξης, ενσωμάτωση, καταχώριση
- возобновление στα ελληνικά - επιστροφή, επαναφορά, αναζωογόνηση, αναβαθμίζω, ανανέωση, αναβάθμιση, συνέχεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Поместье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, αρμοδιότητα, περιοχή, κυριαρχία, ακίνητο, κτήση, σπίτι, μέγαρο, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Μεταφράσεις: περιουσία, αρμοδιότητα, περιοχή, κυριαρχία, ακίνητο, κτήση, σπίτι, μέγαρο, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας