Помочь στα ελληνικά
Μετάφραση: помочь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθώ, επικουρία, βοηθός, βοήθημα, αρωγή, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абстракция στα ελληνικά - αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
- аммиак στα ελληνικά - αμμωνία, αμμωνίας, της αμμωνίας, η αμμωνία, την αμμωνία
- безногий στα ελληνικά - footless, χωρίς πόδι, χωρίς πέλμα
- беспризорник στα ελληνικά - αδέσποτος, χαμίνι, αγυιόπαις, gamin, αλήτης
Τυχαίες λέξεις
Помочь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθώ, επικουρία, βοηθός, βοήθημα, αρωγή, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: βοηθώ, επικουρία, βοηθός, βοήθημα, αρωγή, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν