Помять στα ελληνικά

Μετάφραση: помять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαρώνω, ζουλώ, συνωστισμός, συνθλίβω, τσαλαπατώ, μώλωπας, μελανιά, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων
Помять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • басон στα ελληνικά - γαρνιτούρες, Σειρήτια, τρίμματα, είδη ταινιοπλεκτικής, Τρέσσες
  • водрузить στα ελληνικά - σηκώνω, ανατρέφω, ορθώνω, υψώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, ανυψωτήρας, ...
  • возгораться στα ελληνικά - διεγείρω, εξάπτω, παγανίζω, ανάβω, επιδιώκω, ασκώ, εξάπτομαι, ...
  • воспроизводящий στα ελληνικά - αναπαραγωγής, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής του, την αναπαραγωγή, αναπαράγουν
Τυχαίες λέξεις
Помять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαρώνω, ζουλώ, συνωστισμός, συνθλίβω, τσαλαπατώ, μώλωπας, μελανιά, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων