Поработить στα ελληνικά
Μετάφραση: поработить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποδουλώσουν, υποδουλώσει, υποδουλώνουν, σκλαβώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- долбить στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ...
- жизнелюб στα ελληνικά - ταλαντευτής, Μετρητής ελεύθερου, Swinger, ελεύθερου, Μετρητή ελεύθερου
- житие στα ελληνικά - βιογραφία, ζωή, ισόβιος, ύπαρξη, βίος, ζωής, τη ζωή, ...
- забытый στα ελληνικά - ξεχασμένος, ξεχάσει, ξεχαστεί, ξεχασμένη, που ξεχάσατε
Τυχαίες λέξεις
Поработить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποδουλώσουν, υποδουλώσει, υποδουλώνουν, σκλαβώσει
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποδουλώσουν, υποδουλώσει, υποδουλώνουν, σκλαβώσει