Λέξη: πολλαπλασιασμός

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός τριανταφυλλιάς, πολλαπλασιασμός πινάκων, πολλαπλασιασμός με εναέριες καταβολάδες, πολλαπλασιασμός κλασμάτων, πολλαπλασιασμός αλόης, πολλαπλασιασμός φυτών, πολλαπλασιασμός μελισσών, πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα, πολλαπλασιασμός ελιάς, πολλαπλασιασμός δεκαδικών

Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
multiplication, proliferation, propagation, proliferation of, proliferation was

πολλαπλασιασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
multiplicación, la multiplicación, de multiplicación, multiplicación de, multiplicar

πολλαπλασιασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
multiplikation, mal, Vermehrung, Multiplikation, Vervielfachung, Multiplikations

πολλαπλασιασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
multiplication, fois, la multiplication, de multiplication, une multiplication, multiplication de

πολλαπλασιασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moltiplicazione, di moltiplicazione, la moltiplicazione, moltiplicarsi, moltiplicazioni

πολλαπλασιασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
multiplicação, de multiplicação, a multiplicação, multiplicação de, da multiplicação

πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maal, keer, vermenigvuldiging, vermenigvuldigen, vermeerdering, vermenigvuldigingsfactor, de vermenigvuldiging

πολλαπλασιασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
увеличение, умножение, приумножение, умножения, размножение, размножения, умножением

πολλαπλασιασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
multiplikasjon, formering, multiplikasjonen, multiplikasjonstabellen, multiplisering

πολλαπλασιασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
multiplikation, förökning, multiplicering, multiplikationen, mångfaldigande

πολλαπλασιασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lisääntyminen, kertolasku, kertomalla, kerto-, lisääntymisen, kertominen

πολλαπλασιασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
multiplikation, formering, opformering, mangedobling, multiplikationen

πολλαπλασιασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
násobení, množení, rozmnožení, rozmnožování, multiplikační, násobící

πολλαπλασιασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powielanie, rozmnażanie, multiplikacja, mnożenie, mnożenia, namnażanie, pomnożenie

πολλαπλασιασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorzás, szorzást, szaporodását, többszörözés, megsokszorozódása

πολλαπλασιασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarpma, çarpım, çarpımı, çoğalması, çoğalma

πολλαπλασιασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розмножений, множення, примноження

πολλαπλασιασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumëzim, shumëzimit, shumëzimi, shumëzimin, e shumëzimit

πολλαπλασιασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умножение, размножаване, умножаване, мултиплициране, размножаването

πολλαπλασιασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
множанне, памнажэнне, множаньне, прымнажэнне

πολλαπλασιασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mitmekordistamine, paljundamine, korrutamine, paljunemist, paljunemise, kordistamise, korrutamist

πολλαπλασιασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
množenje, razmnožavanje, umnožavanje, množenja, umnažanje, umnožak

πολλαπλασιασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
margföldun, fjölgun, margfeldi, margföldunarmerki

πολλαπλασιασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daugyba, dauginimasis, dauginimas, daugybos, dauginimo

πολλαπλασιασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavairošana, reizināšana, reizināšanas, reizināšanu, vairošanās

πολλαπλασιασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
множење, мултипликација, размножувањето, мултиплицирање, размножување

πολλαπλασιασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
multiplicare, multiplicarea, de multiplicare, înmulțire, înmulțirea

πολλαπλασιασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
množenje, razmnoževanje, množenja, multiplikacijski, pomnožitev

πολλαπλασιασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
násobení, násobenie, násobenia, faktor, násobi

Στατιστικά δημοτικότητας: πολλαπλασιασμός

Τυχαίες λέξεις