Порывать στα ελληνικά

Μετάφραση: порывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, δάκρυ, κόψιμο, κοπή, σχίζω, σκίζω, κόβω, αποκόβω, διάλλειμα, σπάζω, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Порывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всевластный στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, πανίσχυρο, παντοδύναμης
  • вспотеть στα ελληνικά - ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
  • голиаф στα ελληνικά - Γολιάθ, goliath, τον Γολιάθ, goliath οι, ο Γολιάθ
  • горючесть στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Порывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, δάκρυ, κόψιμο, κοπή, σχίζω, σκίζω, κόβω, αποκόβω, διάλλειμα, σπάζω, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο