Посвистывать στα ελληνικά
Μετάφραση: посвистывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арочный στα ελληνικά - αψίδα, τόξο, καμάρα, τόξου, καμάρας
- брамин στα ελληνικά - Brahmin, Βραχμάνων, βραχμάνος, βραχμάνου, είχε καλλιεργημένες
- догматический στα ελληνικά - κατηγορηματικός, θετικός, δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
- дубление στα ελληνικά - άρθρο, μαύρισμα, μαυρίσματος, δέψη, δεψικά, δέψης
Τυχαίες λέξεις
Посвистывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις: σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα