Λέξη: υπαινιγμός
Σχετικές λέξεις: υπαινιγμός
υπαινιγμός ετυμολογία, υπαινιγμός λεξικο, δηκτικός υπαινιγμός
Συνώνυμα: υπαινιγμός
υπονοούμενα, νύξις, νύξη, μικρή ιδέα περί τίνος, μικρή ιδέα περί κάποιου, πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, υποβολή, ενοχοποίηση, ενοχή, συμπερασμός, πλάγιος υπαινιγμός
Μεταφράσεις: υπαινιγμός
υπαινιγμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insinuation, innuendo, hint, allusion, implication, intimation
υπαινιγμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sugerir, insinuación, alusión, consejo, indirecta, indicio, pista, sugerencia
υπαινιγμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspielung, ratschlag, andeutung, anleitung, hinweis, tipp, Hinweis, Andeutung, Tipp, Hauch, Spur
υπαινιγμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trace, empreinte, conseiller, conseil, sous-entendu, piste, insinuer, suggérer, insinuation, stigmate, ornière, avis, vestige, pronostic, allusion, indice, Astuce, soupçon, Hint
υπαινιγμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insinuazione, suggerimento, suggerire, riferimento, accenno, pizzico, hint, sentore
υπαινιγμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mula, sugestão, insinuação, dica, toque, pitada
υπαινιγμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zinspelen, toespeling, zinspeling, wenk, tip, hint, vleugje
υπαινιγμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упоминание, аллюзия, намек, нашептывание, намёк, вкрадчивость, налет, намекать, инсинуация, ссылка, намекнуть, околичность, схватка, намека, подсказка, намек на, намека на
υπαινιγμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vink, hentydning, hint, snev, tips, hintet, tipset
υπαινιγμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allusion, antydan, ledtråd, är relativt, antyda, vink
υπαινιγμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vinkki, vihjaus, niksi, viitata, vihjata, vihje, ripaus, vihjeen, aavistuksen, aavistus
υπαινιγμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vink, hentydning, hint, Tip, antydning
υπαινιγμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokyn, narážka, stopa, náznak, nápověda, insinuace, našeptávání, naznačit, rada, tip
υπαινιγμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podpowiedź, przycinek, aluzja, domyślnik, przymówka, rada, pomoc, przebąkiwać, niedopowiedzenie, napomykać, sugerować, wskazówka, półsłówko, nadmieniać, ślad, napomknienie, wzmianka, wskazówkę
υπαινιγμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
behízelgés, célozgatás, hivatkozás, célzás, utalás, csipetnyi, hint, célzást
υπαινιγμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ima, ipucu, hint, bir ipucu
υπαινιγμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мрячно, натяк, згадка, туманно, готелі, натякання, натякати, украдливо, згадування, натяками, натякнути, посилання, вкрадливо
υπαινιγμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aluzion, shenjë paralajmëruese, lë të kuptohet, informatë, hedh fjalën
υπαινιγμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намек, нотка, подсказка, и намек
υπαινιγμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
намёк, намек
υπαινιγμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
solvang, sisendus, allusioon, näpunäide, vihje, vihjet
υπαινιγμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ciljanje, savjet, nagovijestiti, aluzija, nagovještaj, nagovještenje, hint, naznaka, nagovještaja
υπαινιγμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bending, Vísbending, vísbendingu, vísbending um, vott
υπαινιγμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užuomina, Patarimas, užuominą, užuominos, Hint
υπαινιγμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mājiens, mājienu, padoms
υπαινιγμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
навестување, совет, закажаната, знак, трага
υπαινιγμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aluzie, indiciu, sugestie, indicii, idee
υπαινιγμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
namig, hint, namiga, namig za
υπαινιγμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
narážka, náznak, náznaky