Поселок στα ελληνικά

Μετάφραση: поселок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Поселок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барственный στα ελληνικά - αρχοντικός, αρχοντική, αρχοντικό, αρχοντικές, αρχοντάρης
  • босфор στα ελληνικά - Βόσπορο, Βόσπορος, Βοσπόρου, Bosphorus, στο Βόσπορο
  • бура στα ελληνικά - βόραξ, βόρακα, βόρακας, βορικό, βορικό νάτριο
  • вылущивать στα ελληνικά - κέλυφος, έλυτρο, μετακομίζω, καβούκι, οβίδα, φλοιοί, φλούδες, ...
Τυχαίες λέξεις
Поселок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό