Λέξη: στυφότητα

Μεταφράσεις: στυφότητα

στυφότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sharpness, acerbity, astringency

στυφότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspereza, acerbidad, acritud, agudeza, astringencia, la astringencia, astringente, de astringencia, astringentes

στυφότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heftigkeit, bitterkeit, schärfe, herbheit, rauheit, Herb, Adstringenz, Herbheit, adstringierende, astringency

στυφότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verdeur, finesse, âpreté, netteté, aigreur, âcreté, acrimonie, acuité, acerbité, astringence, l'astringence, d'astringence, astringent

στυφότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acerbità, acutezza, astringenza, l'astringenza, dell'astringenza, un'astringenza, astringente

στυφότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afiar, afinar, aguçar, agudeza, adstringência, da adstringência, a adstringência, de adstringência, adstringente

στυφότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schelheid, bitsheid, guurheid, samentrekkende eigenschap, adstringentiereactie, wrangheid, adstringentie, astringentie

στυφότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
терпкость, грубость, резкость, язвительность, сметливость, острота, жесткость, терпкости, вяжущее

στυφότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bitterhet, astringency, astringens

στυφότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, strävhet, kärvhet, adstringens, förstoppande effekt, astringency

στυφότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeruus, astringency, supistavuus tai jumoavuus, kutistuvuus

στυφότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
astringens, skarphed, astringency, sammensnerpende fornemmelse

στυφότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bystrost, hořkost, jízlivost, kousavost, kyselost, zatrpklost, trpkost, ostrost, svíravost

στυφότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpkość, wnikliwość, zgryźliwość, ostrość, uszczypliwość, ściągające, cierpkości, działanie ściągające

στυφότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fanyarság, összehúzó, fanyar, összehúzó tulajdonsága, összehúzás

στυφότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
astringency, yakıcı olma hali, yakıcı olma

στυφότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різкість, терпкість, брутальність, жорсткість, чіткість, терпкості

στυφότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
astringency

στυφότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стягане, тръпчивост, стипчивост, стипчивостта

στυφότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даўкасць

στυφότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salvavus, teravus, kibedus, rangus, kokkutõmbuvus

στυφότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kec, mrvica, as, oštrina, stezanja, astringency, trpkosti

στυφότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
astringency

στυφότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Atšiaurių

στυφότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
astringency

στυφότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
astringency

στυφότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
astringență, astringenta, astringența, astringente, o astringență

στυφότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trpkost, astringentnost

στυφότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpkosť, Acer, trpkosti
Τυχαίες λέξεις