Последить στα ελληνικά
Μετάφραση: последить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρολόι, φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
Μεταφράσεις
- аббревиация στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- вернуть στα ελληνικά - αντικαθιστώ, ανακτώ, στροφή, φέρνω, στρίβω, αναρρώνω, υποχωρώ, ...
- взгромождать στα ελληνικά - πέρκα, κούρνια, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
- вывих στα ελληνικά - εξάρθρωση, μετατόπιση, εξάρθρωσης, εξάρθρημα, αποδιάρθρωση
Τυχαίες λέξεις
Последить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρολόι, φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
Μεταφράσεις: ρολόι, φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από