Посрамить στα ελληνικά
Μετάφραση: посрамить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баптист στα ελληνικά - Προδρόμου, Πρόδρομος, Βαπτιστή, Βαπτιστής, Baptist
- гравировка στα ελληνικά - εμπριμέ, τυπώνω, χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
- детерминировать στα ελληνικά - καθορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
- диспашер στα ελληνικά - κανονιστής αβαρίων, διακανονιστής αβαριών
Τυχαίες λέξεις
Посрамить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή