Λέξη: πλαδαρός

Σχετικές λέξεις: πλαδαρός

πλαδαρός συνώνυμα

Συνώνυμα: πλαδαρός

χαλαρός, ακόλαστος, λυτός, ευκοίλιος, πολτώδης, ζυμώδης, μαλακός, χυμώδης

Μεταφράσεις: πλαδαρός

πλαδαρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
floppy, flabby, pulpy, squashy, loose, Lanky

πλαδαρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fofo, flácido, flácida, floja, flácidos

πλαδαρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diskette, schlaff, schlapp, diskettenlaufwerk, schlaffe, schlaffen, flabby

πλαδαρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douillet, disquette, tendre, flasque, mou, moelleux, molle, flasques, molles

πλαδαρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flaccido, flaccida, flabby, molle, floscio

πλαδαρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flácido, flácida, flabby, flácidos, frouxo

πλαδαρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diskette, slap, slappe, flabby, vadsige, slappe formulering

πλαδαρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
висящий, дряблый, слабохарактерный, гибкий, безвольный, обрюзгший, обрюзглый, мягкотелый, помятый, небрежный, отвислый, расплывшийся, пассивный, бессильный, болтающийся, вялый, дряблой, дряблая, дряблым, дряблыми

πλαδαρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slapp, pløsete

πλαδαρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slappa, slapp, hållningslös, slak, sladdriga

πλαδαρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vetelä, disketti, hervoton, veltto, flabby, löysää, löystyneelle

πλαδαρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slasket, slap, oppustet, flabby, lasket

πλαδαρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ochablý, schlíplý, měkký, ochablé, ochablá, těstovitý, laxní

πλαδαρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyskietka, ślamazarny, zwiotczały, obwisły, sflaczały, niesztywny, wiotki, miękki, flabby, zwiotczała, zwiotczałe

πλαδαρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teddide-teddoda, lagymatag, ernyedt, tutyi-mutyi, lelógó, elpuhult, slampos, petyhüdt, Flabby, löttyedt

πλαδαρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevşek, sarkık, iradesiz, yumuşak, flabby

πλαδαρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
м'якотілий, пасивний, лінивий, в'ялий, гнучкий, ледачий, відвислий, млявий, недбалий, мляве, млява

πλαδαρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i butë, butë, i dobët, ligështuar, i lëshuar

πλαδαρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
висящия, слабохарактерен, слаб, отпуснат, отпусната, изтощена

πλαδαρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
млявы, вялы

πλαδαρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lotendav, lodev, flopi, lontis, lõtv, lõtvunud, lotv, lohmakas

πλαδαρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mlitav, klonuo, mlohav, slab

πλαδαρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flabby

πλαδαρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puter

πλαδαρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suglebęs, drabnus, glebus, gležnas, apdribęs

πλαδαρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slābs, gļēvs, ļenganas, ļengana, ļengans

πλαδαρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мало, млитава, ровитиот, без енергија

πλαδαρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flasc, moale, fără vlagă, lăsător, bleg

πλαδαρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
disketa, ohlapne, mlahavo, Mlitav, mlohav

πλαδαρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pružný, disketa, poddajný, ochabnutý, výzor, skleslý výzor
Τυχαίες λέξεις