Постановка στα ελληνικά
Μετάφραση: постановка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, τοποθετώ, κατεύθυνση, περιβάλλον, τοποθεσία, θέση, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автостоп στα ελληνικά - ωτοστόπ
- алтарь στα ελληνικά - βωμός, καταφύγιο, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- вдумываться στα ελληνικά - πηγαίνω, θεωρώ, ξανασκέφτομαι, σκεφτεί πέρα, σκεφτεί πέρα από, σκεφτούν, σκεφτούμε πάνω
- выравниваться στα ελληνικά - δικαίωμα, αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, ντύνω, ίσος, φόρεμα, ντύνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Постановка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, τοποθετώ, κατεύθυνση, περιβάλλον, τοποθεσία, θέση, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Μεταφράσεις: παραγωγή, τοποθετώ, κατεύθυνση, περιβάλλον, τοποθεσία, θέση, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή