Постреливать στα ελληνικά
Μετάφραση: постреливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις
- вывести στα ελληνικά - προκαλώ, συνάγω, συμπεραίνω, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ...
- гореть στα ελληνικά - πυρακτώνομαι, καίω, φεγγοβολώ, φλόγες, λάμψη, έγκαυμα, κάψει, ...
- григорий στα ελληνικά - Γρηγόριος, Gregory, Γρηγορίου, Γρηγόρης, Γρηγόριο
- диктор στα ελληνικά - αφηγητής, ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
Τυχαίες λέξεις
Постреливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός