Посуточный στα ελληνικά
Μετάφραση: посуточный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθημερινός, posutochny
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акселерация στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- америка στα ελληνικά - Αμερική, Αμερικής, america, την Αμερική, Καραϊβικής
- буря στα ελληνικά - τρικυμία, θύελλα, ανεμοθύελλα, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
- гонимый στα ελληνικά - οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
Τυχαίες λέξεις
Посуточный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθημερινός, posutochny
Μεταφράσεις: καθημερινός, posutochny