Потолок στα ελληνικά
Μετάφραση: потолок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, υποστηρίζω, πλάτη, ενισχύω, ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безмерный στα ελληνικά - άπειρος, τεράστιος, ανυπολόγιστος, ανυπολόγιστη, ανυπολόγιστες, αμέτρητη, ανυπολόγιστο
- беспроцентный στα ελληνικά - άτοκα, άτοκο, άτοκες, άτοκων, άτοκη
- вращающийся στα ελληνικά - περιστρεφόμενος, περιστροφικός, επαναστατικός, περιστρεφόμενο, περιστρεφόμενη, εκ περιτροπής, περιστρεφόμενα, ...
- глас στα ελληνικά - φωνή, εκφράζω, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή
Τυχαίες λέξεις
Потолок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, υποστηρίζω, πλάτη, ενισχύω, ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Μεταφράσεις: περιορίζω, υποστηρίζω, πλάτη, ενισχύω, ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου