Поторапливаться στα ελληνικά
Μετάφραση: поторапливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, κάνε γρήγορα, βιαστείτε, βιάσου, βιαστεί, βιαστείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буквоедство στα ελληνικά - πολυλογία, βερμπαλισμός, εκζήτηση
- выцветание στα ελληνικά - αποχρωματισμός, αποχρωματισμό, αποχρωματισμού, τον αποχρωματισμό, ο αποχρωματισμός
- забота στα ελληνικά - ανησυχώ, σκέψη, ενοχλούμαι, ανησυχία, σκοτίζομαι, ταλαιπωρία, κατηγορία, ...
- заводить στα ελληνικά - φέρνω, παίρνω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, αρχή, εκκίνηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Поторапливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, κάνε γρήγορα, βιαστείτε, βιάσου, βιαστεί, βιαστείς
Μεταφράσεις: βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, κάνε γρήγορα, βιαστείτε, βιάσου, βιαστεί, βιαστείς