Потреблять στα ελληνικά

Μετάφραση: потреблять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, απορροφώ, καταναλώνω, χρήση, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Потреблять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • берма στα ελληνικά - ταράτσα, berm, αναβαθμίδα, αναβαθμίδας, ζώνη εδάφους, αναβαθμίδα της τάφρου
  • взбадривать στα ελληνικά - ζητωκραυγάζω, ενθαρρύνω, τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
  • выгружаться στα ελληνικά - αδειάζω, ξεφορτώνω, αποβιβάζομαι, αποβιβάζω, αποφλοίωση της, κάνουν απόβαση, την αποφλοίωση της
  • дезавуировать στα ελληνικά - αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
Τυχαίες λέξεις
Потреблять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, απορροφώ, καταναλώνω, χρήση, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε